Κάπου – κάπως – κάποτε, κάποιος μου ‘χε πει πως…
Ότι δεν λύνεται, κόβεται.
Ότι δεν κόβεται, σπάει.
Ότι δεν σπάει, λιώνει.
Ότι δεν λιώνει, λύνεται.
Και φτου κι απ’ την αρχή!
Μα ξέχασα να τον ρωτήσω για ότι ραγίζει.
Τι γίνεται με όσα ραγίζουν;
Θα μπορούσα να σκεφτώ τον τόνο της φωνής του, το άσπρο των ματιών του, την σιγουριά της χροιάς του καθώς μου απαντά… «Όσα ραγίζουν, ράγισαν και πάνε».
Και που πάνε; Όχι, γιατί αν κάπου πάνε, να ψάξω να τα βρω στο ρεπό μου.
Ν’ αποκωδικοποιήσω τους χάρτες τους και να εισχωρήσω μεμιάς μέσα στο νου τους.
Έτσι, μιλώντας-πάντα-λογικά, θα έχω μάθει τη λογική απ’ την οποία διακατέχονται.
Θα έχω μάθει τον τρόπο που κρυφοκοιτούν μέσα απ’ τις χαραμάδες των ρωγμών τους, το μονοπάτι που ακολουθούν, την κορυφαία απόληξη της σταδιοδρομίας τους.
Θα έχω μάθει αν ζουν συνειδητά ή ασυνείδητα, πόσο ταΐζουν την υπόστασή τους, με τι αποζημιώνουν τα μυαλωμένα τους θηράματα, πώς αντιστέκονται στουν θόρυβο του χάους που προκαλούν.
Θα έχω καταφέρει έστω να… πω πως προσπάθησα.