Πρίσματα χαμένων εαυτών, αφημένα στην άκρη ενός μη-νηφάλιου κόσμου, δίπλα σε ένα απαιτητικό τριαντάφυλλο.
Ψάξε όσο θες, δε θα τα βρεις, είναι αόρατα.
Βλέπουν, μα δεν κοιτούν, την ίδια ώρα που εσύ κοιτάς μα δε βλέπεις.
Ακούν, μα δε μιλούν, απλά κάθονται σιωπηρά και περιμένουν θροΐσματα φύλλων από μιαν Άνοιξη που δεν ήρθε και δε θα ‘ρθει ποτέ.
Επιμένουν, μα δε νικούν, θεωρούν τον εαυτό τους ονειροπαγίδα δίχως ελπίδα φραγής δυσμενών ενύπνιων.
Φοβούνται, μα αρέσκονται σε αυτό, ξέρουν να μετατρέπουν την ταραχή σε διόλου φειδωλή αναισθησία.
Κυβευτές είναι. Κυβευτές, που έχουν βρει τον τρόπο να νικάνε πάντα.
Και ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει πως ζαβολιάζουν με μόνο σκοπό το θρίαμβο;
Κανείς. Γιατί κανείς δεν τους δίνει σημασία. Και πώς αλλιώς; Αφού όλοι κοιτούν το τριαντάφυλλο δίπλα τους…